Νομοθεσία Επιχείρησης Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας ΦΕΚ 209/Α’/8.10.2008

ΝΟΜΟΣ 3707/2008  Ρύθμιση θεμάτων ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας και γραφείων ιδιωτικών ερευνών.
ΝΟΜΟΣ 3707/2008

ΦΕΚ 209/Α’/8.10.2008
Ρύθμιση θεμάτων ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας και γραφείων ιδιωτικών ερευνών.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Αρθρο 1
Το άρθρο 1 του ν. 2518/1997 (ΦΕΚ 164 Α’), όπως τροπο­ποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την παράγραφο 15 του άρθρου 10 του ν. 2801/2000 (ΦΕΚ 46 Α’), την παράγραφο 2 του άρθρου 14 του ν. 3103/2003 (ΦΕΚ 23 Α’) και την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν. 3206/2003 (ΦΕΚ 298 Α’), αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρθρο 1
Έννοια όρων – Πεδίο εφαρμογής
1. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου, ως ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας θεωρούνται οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, ατο­μικές ή εταιρικές, οι οποίες παρέχουν σε τρίτους μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες υπηρεσίες:
α. επιτήρηση ή φύλαξη κινητών ή ακινήτων περιουσι­ακών αγαθών και εγκαταστάσεων,
β. προστασία φυσικών προσώπων,
γ. ασφαλή μεταφορά με ειδικά διασκευασμένα – τε­θωρακισμένα οχήματα χρημάτων, αξιών, αρχαιοτήτων, έργων τέχνης και πολύτιμων αντικειμένων,
δ. προστασία θεαμάτων, εκθέσεων, συνεδρίων, δια­γωνισμών και αθλητικών εκδηλώσεων,
ε. έλεγχο ασφάλειας πληρωμάτων, επιβατών, χειραπο-σκευών, αποσκευών, φορτίου και ταχυδρομικού υλικού σε αερολιμένες και λιμένες, καθώς και έλεγχο πρόσβα­σης στους χώρους και, εν γένει, στις εγκαταστάσεις αυτών μετά από έγκριση της αρμόδιας αεροπορικής ή λιμενικής αρχής,
στ. συνοδεία για την ασφαλή κίνηση οχημάτων που μεταφέρουν ογκώδη ή βαρέα αντικείμενα, με ειδικά οχήματα που φέρουν στοιχεία επισήμανσης, σύμφωνα με την περίπτωση ε’ της παραγράφου 1 του άρθρου 4,
ζ. συνοδεία αθλητικών αποστολών για την ασφαλή μετακίνησή τους,
η. εκπόνηση μελετών και σχεδιασμό μέτρων για την ασφαλή πραγματοποίηση των δραστηριοτήτων των πε­ριπτώσεων α’ έως και ζ’ της παρούσας παραγράφου,
θ. εγκατάσταση, συντήρηση και παρακολούθηση λει­τουργίας μηχανημάτων και συστημάτων ασφαλείας και συναγερμού, πλην αυτών που τοποθετούνται σε αυτοκίνητο,
ι. εκμετάλλευση κέντρων λήψης, ελέγχου και διαβίβα­σης σημάτων συναγερμού και
ια. εκπόνηση μελετών και σχεδιασμό συστημάτων ασφαλείας, αναφορικά με τις δραστηριότητες των πε­ριπτώσεων θ’ και ι’ της παρούσας παραγράφου.

2. Προσωπικό ασφαλείας για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου νοείται το προσωπικό στο οποίο ανατίθεται η άσκηση οποιασδήποτε από τις ως άνω δραστηριότητες ή παρέχει οποιαδήπο­τε άλλη εργασία υποστήριξης των δραστηριοτήτων αυτών.

3. Οι διατάξεις των άρθρων 3, 4 παράγραφος 2, 5 και 6 εφαρμόζονται και για το προσωπικό οποιασ­δήποτε ιδιωτικής επιχείρησης στο οποίο ανατίθεται η φύλαξη και η προστασία των ιδίων αυτής χώρων, αγαθών και εγκαταστάσεων ή του προσωπικού τους, καθώς και για το διοικητικό προσωπικό των επιχει­ρήσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, στο οποίο ανατίθεται ο σχεδιασμός και η μέριμνα για την υλοποίηση των δραστηριοτήτων των επιχει­ρήσεων αυτών.

4. Η άσκηση των ανωτέρω δραστηριοτήτων δεν θίγει τις αρμοδιότητες των κρατικών αρχών στους τομείς αυτούς.»

Αρθρο 2
Το άρθρο 2 του ν. 2518/1997, όπως συμπληρώθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 16 του ν. 2622/1998 (ΦΕΚ 138 Α’) και τροποποιήθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 1 του ν. 3206/2003, αντικαθίσταται ως εξής:

«Αρθρο 2
Αδεια – Προϋποθέσεις

1. Επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες της παραγράφου 1 του άρθρου 1 απαιτείται να κατέ­χουν ειδική προς τούτο άδεια λειτουργίας, η οποία εκδίδεται από τον Προϊστάμενο του Επιτελείου του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας, ύστερα από γνώ­μη τριμελούς επιτροπής, που αποτελείται από τον προϊστάμενο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Τάξης του Υπουρ­γείου Εσωτερικών, τον Τμηματάρχη του Τμήματος Αντιμετώπισης του Εγκλήματος της Διεύθυνσης Δη­μόσιας Ασφάλειας και τον Τμηματάρχη του Τμήματος Όπλων και Εκρηκτικών της Διεύθυνσης Κρατικής Ασφάλειας του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας ή τον νόμιμο αναπληρωτή τους, εφόσον συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτούντος οι ακόλουθες προϋ­ποθέσεις:
α. είναι Έλληνας πολίτης ή ομογενής ή πολίτης χώ­ρας – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον για τον τελευταίο δεν συντρέχει κώλυμα δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας,
β. έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του,
γ. δεν έχει καταδικασθεί αμετάκλητα σε οποιαδή­ποτε ποινή για τα εγκλήματα ανυποταξίας, λιποτα­ξίας, προσβολών του πολιτεύματος, προδοσίας της Χώρας, προσβολών κατά της ελεύθερης άσκησης των πολιτικών δικαιωμάτων, προσβολών κατά της πολιτειακής εξουσίας, κατά της γενετήσιας ελευθε­ρίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσι­ας ζωής, εγκληματικής οργάνωσης, τρομοκρατικών πράξεων, παραχάραξης, κιβδηλείας, πλαστογραφί­ας, απιστίας περί την υπηρεσία, παραβίασης του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας, κλοπής, υπεξαίρεσης, εκβίασης, απάτης, απιστίας, δωροδοκίας ή δωροληψίας, καταπίεσης, ναρκωτικών, ζωοκλοπής, λαθρεμπορίας και περί όπλων και εκρηκτικών υλών, ανεξάρτητα αν η κα­ταδίκη αυτή αναγράφεται ή όχι στο ποινικό μητρώο του αιτούντος,
δ. δεν έχει καταδικαστεί αμετάκλητα σε στερητική της ελευθερίας ποινή ανώτερη των έξι (6) μηνών για έγκλημα του άρθρου 7 αυτού του νόμου και για κάθε έγκλημα που τελέσθηκε με δόλο,
ε. δεν κρατείται προσωρινά ή δεν έχει παραπεμ­φθεί αμετάκλητα σε δίκη για κακούργημα ή για αδί­κημα της περίπτωσης γ’ ή δεν έχει καταδικασθεί έστω και με οριστική απόφαση για κακούργημα ή για αδίκημα της περίπτωσης γ’. Το κώλυμα αυτό ισχύει μέχρις ότου εκδοθεί αμετάκλητη απαλλακτική απόφαση,
στ. δεν έχει στερηθεί των πολιτικών δικαιωμάτων του, έστω και εάν έχει λήξει ο χρόνος που ορίσθηκε για τη στέρησή τους,
ζ. δεν τελεί υπό δικαστική συμπαράσταση,
η. δεν έχει απολυθεί από δημόσια υπηρεσία για πει­θαρχικό παράπτωμα σχετικό με τα αδικήματα της πε­ρίπτωσης γ’ της παρούσας παραγράφου,
θ. δεν είναι κατασκευαστής ή έμπορος όπλων, πυρο­μαχικών ή εκρηκτικών υλών και
ι. δεν πάσχει από οποιασδήποτε μορφής ψυχική νόσο και δεν είναι χρήστης ναρκωτικών ουσιών.

2. Εφόσον η αίτηση για χορήγηση άδειας αφορά εταιρεία, η άδεια εκδίδεται στο όνομα του νομικού προσώπου. Προκειμένου για ανώνυμες εταιρείες, οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου απαιτείται να συντρέχουν στο πρόσωπο ενός εκά­στου των μελών του Δ.Σ. και των εκπροσώπων αυ­τών, καθώς και όσων εκ των μετόχων κατέχουν ή αποκτούν μετοχές που αντιπροσωπεύουν ποσοστό τουλάχιστον δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του μετο­χικού κεφαλαίου της εταιρείας. Όλες οι μετοχές των εταιρειών αυτών είναι υποχρεωτικά ονομαστικές. Οι ίδιες ως άνω προϋποθέσεις απαιτείται να συντρέ­χουν και στο πρόσωπο ενός εκάστου των μελών του Δ.Σ. και των εκπροσώπων εταιρείας, η οποία είναι μέτοχος σε ποσοστό τουλάχιστον δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας παροχής υπηρεσιών ασφαλείας. Προκει­μένου για εταιρείες περιορισμένης ευθύνης και για ομόρρυθμες ή ετερόρρυθμες εταιρείες, οι ως άνω προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν στο πρόσωπο ενός εκάστου των εταίρων και διαχειριστών αυτών, καθώς και των μελών του Δ.Σ. και των εκπροσώπων οποιασδήποτε μορφής εταιρείας που συμμετέχει σε ποσοστό τουλάχιστον δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του κεφαλαίου των εν λόγω εταιρειών. Για κάθε αλ­λαγή της νομικής μορφής της εταιρείας απαιτείται έκδοση νέας άδειας.

3. Η ανωτέρω άδεια δεν μεταβιβάζεται, ισχύει για πέ­ντε (5) χρόνια και ανανεώνεται για ίσο χρονικό διάστη­μα, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αρχικής χορήγησης.

4. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών κα­θορίζονται τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την έκδοση και ανανέωση της άδειας λειτουργίας, η σχετική διαδικασία και κάθε άλλη αναγκαία λε­πτομέρεια.

5. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφα­λείας μπορούν να χρησιμοποιούν στολή για το απασχο­λούμενο από αυτές προσωπικό ασφαλείας. Ο τύπος της στολής, που είναι ενιαίος για όλες τις επιχειρήσεις, καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτε­ρικών και Εθνικής Αμυνας.

6. Οι επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας επιτρέπεται να ασκούν την επαγγελματική τους δρα­στηριότητα σε ολόκληρη την επικράτεια.

7. Αν απορριφθεί η αίτηση για χορήγηση ή ανανέω­ση άδειας λειτουργίας των επιχειρήσεων του παρό­ντος άρθρου, ο ενδιαφερόμενος δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Υπαρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση της απορριπτικής απόφασης.»

Αρθρο 3

Το άρθρο 3 του ν. 2518/1997 αντικαθίσταται ως εξής:

« Αρθρο 3
Αδεια εργασίας προσωπικού ασφαλείας

1. Το προσωπικό ασφαλείας απαιτείται να κατέχει άδεια εργασίας Α’ ή Β’ κατηγορίας ανάλογα με τις δραστηριότητες που πρόκειται να ασκήσει.
2. Αδεια εργασίας Α’ κατηγορίας απαιτείται να κατέχει το προσωπικό των ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας για τις δραστηρι­ότητες των περιπτώσεων α’, β’, γ’, δ’, ε’, στ’, ζ’ και η’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1, καθώς και το διοικητικό προσωπικό των επιχειρήσεων αυτών στο οποίο ανατίθεται ο σχεδιασμός και η μέριμνα για την εκτέλεση των ως άνω δραστηριοτήτων. Η άδεια αυτή απαιτείται και για το προσωπικό οποιασδήποτε επιχείρησης, στο οποίο ανατίθεται η φύλαξη και προ­στασία των χώρων, αγαθών και εγκαταστάσεών της ή του προσωπικού της, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 1.

3. Αδεια εργασίας Β’ κατηγορίας απαιτείται να κατέχει το προσωπικό των ιδιωτικών επιχειρήσε­ων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας που ασκεί τις δραστηριότητες των περιπτώσεων θ’, ι’ και ια’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1. Με την ίδια άδεια εφο­διάζεται και το διοικητικό προσωπικό των επιχει­ρήσεων αυτών στο οποίο ανατίθεται ο σχεδιασμός και η μέριμνα για την εκτέλεση των ως άνω δρα­στηριοτήτων.

4. Για τη χορήγηση των αδειών των προηγούμενων παραγράφων ο ενδιαφερόμενος πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 2 και επιπλέον να κατέχει τίτλο επαγγελματικής κα­τάρτισης ειδικότητας συναφούς προς την άσκηση των δραστηριοτήτων που πρόκειται να ασκήσει. Το προσωπικό των ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας το οποίο θα φέρει όπλο για την εκτέλεση των δραστηριοτήτων σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 5 απαιτείται να έχει εκπλη­ρώσει και τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Εθνι­κής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας καθορίζονται οι τίτλοι επαγγελματικής κατάρτισης που απαιτούνται για την έκδοση των ανωτέρω αδειών εργασίας κατά κατηγορία.

5. Η άδεια εργασίας εκδίδεται από την Αστυνο­μική Διεύθυνση του νομού ή τη Διεύθυνση Ασφά­λειας του τόπου κατοικίας του αιτούντος. Με από­φαση του Υπουργού Εσωτερικών καθορίζονται τα απαιτούμενα για κάθε κατηγορία άδειας εργασίας δικαιολογητικά, η διαδικασία έκδοσης και ανανέ­ωσης των αδειών αυτών και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.

6. Η άδεια εργασίας είναι προσωπική, ισχύει για πέ­ντε (5) έτη και ανανεώνεται για ίσο, κάθε φορά, χρο­νικό διάστημα, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης. Αν απορριφθεί η αίτηση χορήγησης ή ανα­νέωσης άδειας εργασίας ο αιτών δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του οικείου Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση της απορριπτικής από­φασης.»
Αρθρο 4
Το άρθρο 4 του ως άνω ν. 2518/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρθρο 4
Υποχρεώσεις επιχειρήσεων – προσωπικού ασφαλείας

1. Οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας υποχρεούνται:
α. να φέρουν στην επωνυμία τους τη φράση «ιδιωτική επιχείρηση παροχής υπηρεσιών ασφαλείας» και στα έγ-γραφά τους τον αριθμό της άδειας λειτουργίας τους,
β. να μην χρησιμοποιούν στην επωνυμία, στο διακρι­τικό τίτλο, στα έγγραφα, στις διαφημίσεις και γενικά κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους λέξεις ή φράσεις, της ελληνικής ή άλλης γλώσσας, ικανές να παραπλανήσουν το κοινό ότι αντιπροσωπεύουν δημόσια αρχή και ιδιαίτερα αστυνομική,
γ. να χρησιμοποιούν την προβλεπόμενη στολή για το προσωπικό ασφαλείας, εφόσον γίνεται χρήση στολής,
δ. να εκπαιδεύουν το απασχολούμενο προσωπικό ασφαλείας, ανάλογα με τα καθήκοντα που του ανα­τίθενται,
ε. να μην χρησιμοποιούν, ιδίως στα αυτοκίνητα και τις μοτοσικλέτες, σήματα, αυτοκόλλητες ή μη ταινίες ή χρωματισμό, που καθιστούν την εξωτερική τους εμφάνιση όμοια ή παρεμφερή με εκείνη των μέσων που χρησιμοποιούν τα σώματα ασφαλείας και να μην φέρουν συσκευές ηχητικής ή φωτεινής προειδοποίησης (σειρήνες, φάρους). Τα αυτοκίνη­τα που συνοδεύουν τα οχήματα της περίπτωσης στ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1, τα οποία με­ταφέρουν ογκώδη ή βαρέα αντικείμενα, πρέπει να φέρουν στοιχεία αναγνώρισης και επισήμανσης, για την ειδοποίηση των οδηγών ακολουθούντων οχημάτων,
στ. να μην θίγουν, κατά την άσκηση των δραστηριοτή­των τους, τα κάθε είδους συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα των πολιτών,
ζ. να μην χρησιμοποιούν μέσα και μεθόδους που μπορούν να προκαλέσουν ζημία, βλάβη, ενόχληση σε τρίτους ή να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των πολιτών. Η χρήση σκύλων σε δημόσιους και γενικά προσιτούς στο κοινό χώρους, απαγορεύεται. Η χρήση αυτών επιτρέπεται μόνο στο εσωτερικό των φυλασ­σόμενων κτιρίων και ιδιοκτησιών ή σε περίκλειστους χώρους,
η. να χρησιμοποιούν τεθωρακισμένο όχημα για την άσκηση της αναφερόμενης στην περίπτωση γ’ της πα­ραγράφου 1 του άρθρου 1 δραστηριότητας,
θ. να εφοδιάζουν το προσωπικό ασφαλείας με αλε­ξίσφαιρο γιλέκο όταν σε αυτό ανατίθεται η δραστη­ριότητα της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 και με αλεξίσφαιρο γιλέκο και προστατευ­τικό κράνος όταν στο προσωπικό αυτό ανατίθεται η δραστηριότητα της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1,
ι. να γνωστοποιούν, εντός προθεσμίας δεκαπέ­ντε (15) ημερών, στο Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνο­μίας κάθε μεταβολή των αρχικών προϋποθέσεων χορήγησης της σχετικής άδειας, καθώς και κάθε μεταβολή στα πρόσωπα της παραγράφου 2 του άρθρου 2,
ια. να υποβάλλουν ανά μήνα στις κατά τόπους αστυ­νομικές αρχές κατάσταση του προσωπικού που απασχολούν στην περιοχή δικαιοδοσίας τους, καθώς και τους χώρους διάθεσής του,
ιβ. να μην παραδίδουν τα όπλα που κατέχουν σε τρίτα πρόσωπα ή σε προσωπικό ασφαλείας εφόσον συντρέχουν οι απαγορεύσεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 5,
ιγ. να γνωστοποιούν αμέσως στην οικεία αστυνομική αρχή κάθε περίπτωση μη έγκαιρης παράδοσης όπλου από το προσωπικό τους και
ιδ. να μην απασχολούν προσωπικό που δεν κατέχει την κατά περίπτωση απαιτούμενη άδεια εργασίας.

2. Το προσωπικό ασφαλείας υποχρεούται:
α. να τηρεί τις προβλεπόμενες από τις περιπτώσεις γ’, στ’ και ζ’ της προηγούμενης παραγράφου υποχρε­ώσεις,
β. να χρησιμοποιεί τα προστατευτικά μέσα που προ­βλέπονται από τις περιπτώσεις η’ και θ’ της προηγού­μενης παραγράφου κατά την άσκηση των αντίστοιχων δραστηριοτήτων,
γ. να μην χρησιμοποιεί, τον τίτλο «αστυνομικός» ή λέξεις ή φράσεις ικανές να παραπλανήσουν το κοινό ότι αντιπροσωπεύει δημόσια αρχή και ιδιαίτερα αστυ­νομική,
δ. να τηρεί τους κανόνες που αφορούν την οπλοφορία και χρήση του οπλισμού που προβλέπονται από την παράγραφο 5 του άρθρου 5 και
ε. να γνωστοποιεί εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών στο Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας κάθε με­ταβολή των αρχικών προϋποθέσεων χορήγησης της άδειας εργασίας που το αφορά.

3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Μεταφορών και Επικοινωνιών καθορίζονται το είδος, το σχήμα, το μέγεθος, ο χρωματισμός και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τα στοιχεία επισήμανσης της περίπτωσης ε’ της παραγράφου 1, καθώς και οι προδιαγραφές ασφαλείας των τε­θωρακισμένων οχημάτων της περίπτωσης η’ της παραγράφου 1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προ­στασίας καθορίζονται οι τεχνικές προδιαγραφές των προστατευτικών μέσων της περίπτωσης θ’ της παραγράφου 1.»

Αρθρο 5

Το άρθρο 5 του ν. 2518/1997 αντικαθίσταται ως εξής:

«Αρθρο 5
Κατοχή όπλων και οπλοφορία

1. Απαγορεύεται στους εκπροσώπους και στους υπαλλήλους των ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας ως και στα αναφερόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 2 πρόσωπα, η οπλοφορία και η κατοχή όπλων και λοιπών αντικειμένων που προβλέπονται από τις διατάξεις του ν. 2168/1993 (ΦΕΚ 147 Α’), καθώς και η κατοχή και η καθ’ οιονδήποτε τρόπο χρησιμοποίηση φωτοβολίδων, βεγγαλικών, κροτίδων και λοιπών αντικειμένων που αναφέρο­νται στο ν. 456/1976 (ΦΕΚ 277 Α’) όπως ισχύει κάθε φορά.

2. Εφόσον συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι ασφαλείας, επιτρέπεται να χορηγείται άδεια οπλοφορίας με περί­στροφο ή πιστόλι σύμφωνα με τη διαδικασία της πα­ραγράφου 6 του παρόντος:
α. στο προσωπικό ασφαλείας των ιδιωτικών επιχειρή­σεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, στο οποίο έχει ανατεθεί η φύλαξη δημόσιων καταστημάτων, τραπε­ζών, μουσείων, οικημάτων που έχουν ανάγκη ειδικής προστασίας, επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας ή άλλων μεγάλης αξίας και σπουδαιότητας εγκαταστάσεων, με την προϋπόθεση ότι το προσωπικό αυτό φέρει όπλο νομίμως κατεχόμενο από τους φορείς, στους οποίους παρέχεται η φύλαξη,
β. στο προσωπικό των ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, στο οποίο ανα­τίθεται η μεταφορά χρημάτων, αξιών και λοιπών αντικειμένων σύμφωνα με την περίπτωση γ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1. Στις περιπτώσεις αυ­τές το προσωπικό φέρει όπλο νομίμως κατεχόμενο αποκλειστικά και μόνο από τον νόμιμο εκπρόσω­πο της ιδιωτικής επιχείρησης παροχής υπηρεσιών ασφαλείας.

3. Τα όπλα και τα φυσίγγιά τους φυλάσσονται με ευθύνη των κατόχων σε ειδικούς προς τούτο χώ­ρους των επιχειρήσεων, παραδίδονται από τον νόμι­μο κάτοχο στο προσωπικό της παραγράφου 2 όταν αυτό αναλαμβάνει εργασία και επιστρέφονται ευθύς αμέσως μετά τη λήξη της. Οι κάτοχοι του οπλισμού τηρούν ειδικό βιβλίο χρέωσης και αποχρέωσης του οπλισμού, το οποίο ενημερώνεται αμέσως για κάθε μεταβολή και θεωρείται από την αρμόδια αστυνομική αρχή.

4. Η ανάληψη από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις παρο­χής υπηρεσιών ασφαλείας των δραστηριοτήτων της παραγράφου 2 αποδεικνύεται με έγγραφη σύμβαση. Ο νόμιμος εκπρόσωπος της ιδιωτικής επιχείρησης παροχής υπηρεσιών ασφαλείας ενημερώνει εγγρά­φως την αρμόδια αστυνομική αρχή. Για την περί­πτωση β’ της παραγράφου 2 και για κάθε αποστολή αναφέρονται εγγράφως στην αρμόδια αστυνομική αρχή τα στοιχεία ταυτότητας του προσωπικού που οπλοφορεί, το είδος και ο αριθμός σειράς του όπλου που παραδίδεται σε κάθε υπάλληλο, τα στοιχεία του φυσικού ή νομικού προσώπου στο οποίο παρέχονται οι συγκεκριμένες υπηρεσίες, τα στοιχεία κυκλοφο­ρίας του οχήματος που επιβαίνουν οι φέροντες τα όπλα και το δρομολόγιο που πρόκειται να ακολουθή­σουν. Αν η σύμβαση λήξει ή καταστεί ανενεργός, οι άδειες κατοχής και οπλοφορίας αφαιρούνται και τα όπλα παραδίδονται στην αρμόδια αστυνομική αρχή προς φύλαξη, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων της παραγράφου 8 του άρθρου 10 του ν. 2168/1993.

5. Απαγορεύεται η οπλοφορία του προσωπικού των περιπτώσεων α’ και β’ της παραγράφου 2 πριν από την ανάληψη της εργασίας, μετά το πέ­ρας αυτής ως και κατά το χρόνο που ασκεί οποι­αδήποτε άλλη δραστηριότητα πέραν αυτών που προβλέπονται στην παράγραφο 2. Τα όπλα που χρησιμοποιούνται από το προσωπικό των ιδιωτι­κών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας υποβάλλονται σε βαλλιστική εξέταση σύμφωνα με τη διαδικασία που ακολουθείται για τα όπλα των αστυνομικών. Το προσωπικό ασφαλείας που κάνει χρήση όπλου, καθώς και ο νόμιμος εκπρόσωπος της ιδιωτικής επιχείρησης παροχής υπηρεσιών ασφαλείας υποχρεούνται να αναφέρουν αμέσως και εγγράφως κάθε χρήση του όπλου στην οικεία αστυνομική αρχή.

6. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών καθορί­ζονται οι προϋποθέσεις και τα δικαιολογητικά για τη χορήγηση άδειας οπλοκατοχής, οπλοφορίας, εισαγω­γής, μεταφοράς και αγοράς όπλων και φυσιγγίων, οι όροι ασφαλούς φύλαξης του οπλισμού και οι συναφείς υποχρεώσεις, τα ζητήματα χρέωσης και αποχρέωσης του οπλισμού και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου. Με όμοια απόφαση καθορίζεται ο ανώτατος αριθμός των αδειών οπλοκατοχής, οπλοφορίας και κατεχόμενων φυ­σιγγίων ανά ιδιωτική επιχείρηση παροχής υπηρεσιών ασφαλείας.

7. Για τη χορήγηση της άδειας οπλοφορίας το προ­σωπικό υποβάλλεται προηγουμένως σε ιατρικές εξε­τάσεις και εφόσον κριθεί σωματικά και ψυχικά ικανό εκπαιδεύεται θεωρητικά και πρακτικά στις Σχολές της Ελληνικής Αστυνομίας πάνω στη χρήση του όπλου που πρόκειται να φέρει. Επίσης υποβάλλεται σε εκ­παίδευση, ανά τριετία τουλάχιστον, στις ίδιες Σχολές προς διατήρηση της φυσικής κατάστασης και ετοιμό-τητάς του. Τα έξοδα εκπαίδευσης βαρύνουν την οικεία ιδιωτική επιχείρηση παροχής υπηρεσιών ασφαλείας. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται το είδος των ιατρικών εξετάσεων, το περιεχόμενο, η διάρκεια και το κόστος της βασικής και περιοδικής εκπαίδευσης, τα κριτήρια και η διαδικασία πιστοποίησης της ικανό­τητας του προσωπικού για οπλοφορία και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.

8. Για τα λοιπά θέματα που αφορούν τη χορήγηση, ανάκληση ή προσωρινή αφαίρεση των ανωτέρω αδειών εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2168/1993 ως και των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδό­τηση αυτού.»

Αρθρο 6

Η παράγραφος 1 του άρθρου 6 του ν. 2518/1997 αντι­καθίσταται ως εξής:

«1. Οι επιχειρήσεις που απασχολούν προσωπικό ασφαλείας υποχρεούνται να το εφοδιάζουν με δελ­τίο ταυτότητας εργαζομένου ως προσωπικό ασφα­λείας, καθώς και ειδικό διακριτικό σήμα (κονκάρδα). Στο δελτίο ταυτότητας απεικονίζεται ο δικαιούχος και αναγράφεται στην ελληνική και αγγλική γλώσσα σε κάθε όψη αντίστοιχα το επώνυμο, το όνομα, το πατρώνυμο και η ημερομηνία γέννησης αυτού, καθώς και η κατηγορία και ο αριθμός της άδειας εργασίας του και η επωνυμία της επιχείρησης που το εκδίδει. Στο ειδικό διακριτικό σήμα αναγράφεται η επωνυμία της επιχείρησης, το ονοματεπώνυμο του δικαιούχου, το αρκτικόλεξο Ι.Ε.Π.Υ.Α. (Ιδιωτική Επιχείρηση Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας) και στην αγγλική γλώσσα η ένδειξη «PRIVATE SECURITY» με κεφαλαία γράμματα. Το ειδικό διακριτικό σήμα φέρεται στο αριστερό ημι­θωράκιο του δικαιούχου. Το προσωπικό ασφαλείας υποχρεούται να φέρει το δελτίο ταυτότητας και το ειδικό διακριτικό σήμα κατά την εκτέλεση των δρα­στηριοτήτων του είτε φέρει στολή είτε πολιτική πε­ριβολή.»

Αρθρο 7
Το άρθρο 8 του ν. 2518/1997 αντικαθίσταται ως εξής:

«Αρθρο 8
Ποινικές κυρώσεις

1. Με ποινή φυλάκισης μέχρι τριών (3) ετών και χρημα­τική ποινή, εφόσον δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη, τιμωρείται όποιος:
α. ασκεί δραστηριότητες της παραγράφου 1 του άρ­θρου 1 του παρόντος νόμου χωρίς την προβλεπόμενη άδεια,
β. εργάζεται ως προσωπικό ασφαλείας ή διοικητικό προσωπικό σε ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής υπηρε­σιών ασφαλείας χωρίς την κατά περίπτωση προβλεπό­μενη άδεια εργασίας,
γ. προσλαμβάνει προσωπικό ασφαλείας ή διοικητικό προσωπικό ή αναθέτει σε αυτό δραστηριότητες της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, χωρίς την κατά περίπτωση απαιτούμενη άδεια εργασίας. Η απασχόληση προσώπων που υπηρετούν στις Ένοπλες Δυνάμεις, τα Σώματα Ασφαλείας ή σε άλλους φορείς του Δημοσίου τα οποία κατά την άσκηση των καθη­κόντων τους προβλέπεται να οπλοφορούν, θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση και
δ. παραβαίνει τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στις περιπτώσεις α’, β’, γ’, ε’, στ’, ζ’, η’, θ’, ι’ της πα­ραγράφου 1 και στην παράγραφο 2 του άρθρου 4, στις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 5, στην παράγρα­φο 1 του άρθρου 6 του παρόντος νόμου, καθώς και στις αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση αυτού.

2. Η συνέχιση της λειτουργίας ιδιωτικής επιχείρη­σης παροχής υπηρεσιών ασφαλείας και η παροχή εργασίας σε τέτοια επιχείρηση μετά την ανάκληση των αντίστοιχων αδειών συνιστά επιβαρυντική πε­ρίπτωση.

3. Όποιος μετέχει ή εργάζεται με οποιαδήποτε ιδι­ότητα σε ιδιωτική επιχείρηση παροχής υπηρεσιών ασφαλείας και παραδίδει όπλο που κατέχεται από την επιχείρηση σε τρίτο πρόσωπο που δεν δικαιούται να το φέρει, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή, εφόσον δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη.

4. Για τις λοιπές παραβάσεις που αφορούν την κα­τοχή όπλων, την οπλοφορία, τη φύλαξη και τη χρή­ση των όπλων επιβάλλονται οι ποινές που κατά πε­ρίπτωση προβλέπονται στα άρθρα 7, 10 και 12 του ν. 2168/1993.»

Αρθρο 8
Το άρθρο 9 του ν. 2518/1997 αντικαθίσταται ως εξής:

«Αρθρο 9
Διοικητικές κυρώσεις

1. Οι προβλεπόμενες από τον παρόντα νόμο άδειες ανακαλούνται από το αρμόδιο για τη χορήγησή τους όργανο, αν εκλείψει έστω και μια από τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη χορήγησή τους.

2. Στην επιχείρηση που παραβαίνει τις υποχρεώ­σεις που προβλέπονται στα άρθρα 4, 5, 6 και 7 του παρόντος νόμου και στις κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδιδόμενες κανονιστικές πράξεις επιβάλλεται με απόφαση του προϊσταμένου της αρμόδιας για τη χο­ρήγηση της άδειας λειτουργίας υπηρεσίας διοικητικό πρόστιμο από είκοσι χιλιάδες (20.000) έως διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ, που μπορεί να αναπροσαρ­μόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομίας και Οικονομικών. Αν εντός πενταετίας βεβαιωθεί δεύτερη παράβαση επιβάλλεται, πέραν του προστίμου, και αφαίρεση της άδειας λειτουργίας από είκοσι (20) ημέρες έως έξι (6) μήνες, ενώ σε περίπτωση τρίτης παράβασης η άδεια αφαιρείται οριστικά. Στην επιχείρηση που προσλαμβάνει ή αναθέτει τις δραστη­ριότητες της παραγράφου 1 του άρθρου 1 σε πρόσωπα τα οποία υπηρετούν στις Ένοπλες Δυνάμεις ή τα Σώ­ματα Ασφαλείας ή άλλους φορείς του Δημοσίου που κατά την άσκηση των καθηκόντων τους προβλέπεται να οπλοφορούν επιβάλλεται, με την πρώτη παράβαση, πέραν του ως άνω διοικητικού προστίμου, και οριστική αφαίρεση της άδειας λειτουργίας. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομίας και Οικονο­μικών καθορίζεται το ύψος του διοικητικού προστίμου που επιβάλλεται για κάθε παράβαση, η διαδικασία και τα αρμόδια για την επιβολή και είσπραξη όργανα, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια, για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

3. Αν ο εκπρόσωπος της ιδιωτικής επιχείρησης πα­ροχής υπηρεσιών ασφαλείας ή του φορέα που κατέχει το όπλο στις περιπτώσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 5 το παραδώσει σε τρίτο πρόσωπο που δεν δικαιούται να το φέρει ή σε προσωπικό ασφαλείας κατά παράβαση του πρώτου εδαφίου της παραγρά­φου 5 του άρθρου 5, αφαιρούνται οριστικά οι άδειες κατοχής όπλων από αυτόν που τα παραχώρησε με απόφαση του αρμόδιου για τη χορήγησή τους οργά­νου, ανεξάρτητα από την επιβολή των λοιπών ποινικών και διοικητικών κυρώσεων.

4. Στο προσωπικό ασφαλείας που παραβαίνει τις προβλεπόμενες από τα άρθρα 4, 5, 6 παράγραφος 1 και 7 του παρόντος νόμου υποχρεώσεις επιβάλλεται η αφαίρεση της άδειας εργασίας, από το αρμόδιο για τη χορήγησή της όργανο, για χρονικό διάστημα από είκοσι (20) ημέρες έως δύο (2) μήνες. Αν εντός πενταετίας βεβαιωθεί δεύτερη παράβαση η άδεια αφαιρείται από δύο (2) έως έξι (6) μήνες, ενώ σε πε­ρίπτωση τρίτης παράβασης η άδεια αφαιρείται ορι­στικά. Αν όπλο που ανήκει σε ιδιωτική επιχείρηση παροχής υπηρεσιών ασφαλείας παραδοθεί από το προσωπικό ασφαλείας σε τρίτο πρόσωπο που δεν δικαιούται να το φέρει, η άδεια εργασίας αφαιρείται οριστικά με απόφαση του ίδιου οργάνου ανεξάρτητα από την επιβολή των λοιπών ποινικών και διοικητικών κυρώσεων.

5. Κατά των αποφάσεων αφαίρεσης ή ανάκλησης άδειας λειτουργίας ιδιωτικής επιχείρησης παροχής υπηρεσιών ασφαλείας και επιβολής των διοικητικών προστίμων της παραγράφου 2 ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ασκήσει προσφυγή, ενώπιον του Αρχη­γού της Ελληνικής Αστυνομίας, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης. Κατά των αποφάσεων αφαίρεσης και ανάκλησης άδειας εργασίας προσωπικού ασφαλεί­ας ο ενδιαφερόμενος δύναται να ασκήσει προσφυγή, ενώπιον του οικείου Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή, εντός της αυτής προθεσμίας. Οι αποφάσεις επί των προσφυγών αυτών εκδίδονται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την υποβολή τους. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκηση της προσφυγής αυτής αναστέλλουν την εκτέλεση των προσβαλλό­μενων πράξεων. Δεν αναστέλλεται η εκτέλεση των αποφάσεων αφαίρεσης άδειας κατοχής όπλων και οριστικής ανάκλησης άδειας εργασίας προσωπικού ασφαλείας στις περιπτώσεις που οι κυρώσεις αυτές επιβάλλονται λόγω παράβασης των διατάξεων που αφορούν την κατοχή όπλου ή την οπλοφορία.

6. Αφαιρείται οριστικά η άδεια οπλοφορίας του προ­σωπικού της ιδιωτικής επιχείρησης παροχής υπηρεσιών ασφαλείας του οποίου η άδεια εργασίας αφαιρέθηκε προσωρινά για παράβαση που αφορά την οπλοφορία, φύλαξη ή χρήση του οπλισμού.»

Αρθρο 9

1. Για πέντε (5) έτη από τη δημοσίευση του παρό­ντος νόμου για την ανανέωση των αδειών εργασίας του προσωπικού ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας δεν απαιτείται ο προβλεπό­μενος από την παράγραφο 4 του άρθρου 3 του ν. 2518/1997 (ΦΕΚ 164 Α’) τίτλος επαγγελματικής κα­τάρτισης.

2. Μέχρι την έκδοση και θέση σε ισχύ της απόφασης που προβλέπεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 2 του ν. 2518/1997, όπως αυτή αντικαθίσταται με τον πα­ρόντα νόμο, η στολή του προσωπικού ασφαλείας των ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλεί­ας εγκρίνεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του α.ν.1342/1938 (ΦΕΚ 290 Α’).

Αρθρο 10

1. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 11 του ν. 2518/1997, όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3206/2003, αντικαθίσταται ως εξής:

«Για την έκδοση, ισχύ και ανανέωση των παραπά­νω αδειών εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3, 4, 6 και 7 του άρθρου 2 και των παραγράφων 1, 5 και 6 του άρθρου 3 του νόμου αυτού.»

2. Μετά το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 10 του άρθρου 11 του ν. 2518/1997, όπως το άρθρο αυτό προ­στέθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3206/2003, προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Αφαιρείται οριστικά με την πρώτη παράβαση η άδεια λειτουργίας του Γραφείου Ιδιωτικών Ερευνών που απα­σχολεί πρόσωπα τα οποία υπηρετούν στις Ένοπλες Δυνάμεις ή τα Σώματα Ασφαλείας ή άλλους φορείς του Δημοσίου.»

Αρθρο 11

Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.